- ερμάρι
- ερμάρι, το και αρμόρι, το-ιού (λ. λατ.), ιματιοθήκη, συρτάρι, ντουλάπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερμάρι — Κοινή ονομασία διαφόρων επίπλων. Πιο συγκεκριμένα, ονομάζονται έτσι κινητά ή εντοιχισμένα έπιπλα, που χρησιμεύουν στη φύλαξη τροφών, ρούχων ή άλλων σκευών του σπιτιού. Ανάλογα με τη χρήση τους, έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος. Σήμερα… … Dictionary of Greek
αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] … Dictionary of Greek
βιβλιοτάφος — ο 1. ερμάρι όπου φυλάσσονται βιβλία ή χειρόγραφα 2. κληρικός ή μοναχός υπεύθυνος για τη φύλαξη βιβλίων … Dictionary of Greek
κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] … Dictionary of Greek
μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… … Dictionary of Greek
μπαγιού — το διακοσμητικό ερμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bahut άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
ντουλάπι — και ντολάπι, το ξύλινο ή και μεταλλικό έπιπλο στερεωμένο συνήθως σε τοίχο, μέσα στο οποίο τοποθετούνται τρόφιμα, οικιακά και άλλα σκεύη, ερμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolap] … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
τσεργοθήκη — η, Ν ερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη] … Dictionary of Greek
αρμάρι — αρμάρι, το και ερμάρι, το (λ. λατιν.), ντουλάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)